σύνδεση χημική

σύνδεση χημική
Λέγεται και χημικός συνδυασμός. Αντίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων με αποτέλεσμα τον σχηματισμό μιας ή περισσότερων ενώσεων. Οι νόμοι που ρυθμίζουν τις σ. αυτές ανακαλύφτηκαν αφού η χημεία, κυρίως μετά την εργασία του Λαβουαζιέ. Απέκτησε ποσοτικό χαρακτήρα. Ο νόμος της αφθαρσίας της μάζας αποτελεί πραγματικά τη βάση κάθε διερεύνησης, επί των ποσοτικών αναλογιών μεταξύ των στοιχείων και των προϊόντων της αντίδρασης. Συστηματικές έρευνες επί των αναλογιών των χημικών συνδυασμών μεταξύ οξέων και βάσεων για να σχηματιστούν τα άλατα (εξουδετέρωση), δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1792 και 1794 από τον Ρίχτερ, στις οποίες εκθέτεται σαφώς η έννοια του χημικού ισοδύναμου, παρότι είναι δυσνόητες και διατυπωμένες σύμφωνα με τη θεωρία της εποχής περί φλογιστού. Η συσσώρευση περισσότερων αναλυτικών δεδομένων επέτρεψε να φτάσουμε στη διατύπωση των νόμων που ρυθμίζουν τους χημικούς συνδυασμούς, χάρη στην εφαρμογή της ατομικής θεωρίας, με την οποία έγινε δυνατόν να ερμηνευθούν με σαφήνεια τα πειραματικά δεδομένα και να προχωρήσει η επιστήμη σε ακριβείς γενικεύσεις. Με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μάζα μετατρέπεται σε ενέργεια (βλ. λ. σχετικότητας, θεωρία της), φαινόμενο αμελητέο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις, οι χημικές συνδέσεις διέπονται από τους εξής νόμους: 1) νόμος του Λαβουαζιέ: «το ολικό βάρος των ουσιών που μετέχουν στην αντίδραση, ισούται με το ολικό βάρος των ουσιών που παράγονται από την αντίδραση αυτή». 2) νόμος του Προυστ: «κάθε χημική ένωση έχει μια σταθερή σύνθεση με τα αυτά πάντοτε στοιχεία σε ορισμένες σχέσεις βαρών, χαρακτηριστικές για τη συγκεκριμένη ένωση». 3) νόμος του Ντάλτον: «όταν δύο στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους για να δώσουν περισσότερες της μιας ενώσεις, αν κρατηθεί σταθερή η ποσότητα του ενός στοιχείου, η ποσότητα του άλλου μεταβάλλεται κατά λόγους ρητούς και γενικά απλούς». 4) νόμος του Γκέι - Λουσάκ: «σε μια χημική αντίδραση μεταξύ ουσιών σε κατάσταση αερίων, οι όγκοι που καταλαμβάνουν τα αέρια που αντιδρούν και τα παραγόμενα από αυτά έχουν μεταξύ τους σταθερή αναλογία, όπως και με τον όγκο του παραγόμενου από την ένωση αερίου». Ο συσχετισμός των νόμων που δίνουν τους λόγους της σ. κατά βάρος (δηλαδή κατά μάζα) και ο νόμος του Γκέι - Λουσάκ, που εκφράζει τους αυτούς λόγους κατ’ όγκο, δίνεται από τον νόμο του Αβογκάντρο. Η μελέτη των λόγων κατά βάρος μεταξύ των ενώσεων που μετέχουν σε μια αντίδραση αποτελεί έναν ενδιαφέροντα τομέα της χημείας, τη στοιχειομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • συσσωρευτής — Συσκευή ικανή να αποθηκεύει ενέργεια και να την αποδίδει όταν τη χρειαζόμαστε. Ανάλογα με τον τύπο της ενέργειας που αποθηκεύεται, ο σ. διακρίνεται σε ηλεκτρικό, θερμικό, μηχανικό, υδραυλικό κλπ.: ο πιο γνωστός και πιο διαδομένος είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • σύζευξη — η / σύζευξις, εύξεως, ΝΑ [συζεύγνυμι / συζευγνύω] 1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα 2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή νεοελλ. 1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”